πολικότητα — I Η φυσιολογική και μορφολογική ανισοτιμία μεταξύ δύο διαμετρικά αντίθετων περιοχών ενός κυττάρου, ιστού ή οργάνου. Τα δύο σημεία που παρουσιάζουν τη διαφορά ονομάζονται πόλοι. Η παρουσία δύο πόλων σ’ ένα κύτταρο ή όργανο καθιερώνει και έναν… … Dictionary of Greek
ετερογαμέτωση — η ο σχηματισμός δύο διαφορετικών κατηγοριών γαμετών, άλλων με πολικότητα αρσενική και άλλων με πολικότητα θηλυκή … Dictionary of Greek
Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… … Dictionary of Greek
ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… … Dictionary of Greek
ανορθωτής — Συσκευή, χωρίς κινούμενα όργανα, που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε κυματόρευμα μιας κατεύθυνσης και εκμεταλλεύεται γι’ αυτό την ιδιότητα ενός στοιχείου (ανορθωτικό στοιχείο) να επιτρέπει τη διέλευση του ρεύματος… … Dictionary of Greek
ασύμμετρος — Αυτός που δεν έχει συμμετρία, αυτός που είναι δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του. Στη γεωλογία, α. πτυχή λέγεται η πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο δεν είναι κατακόρυφο. Στα μαθηματικά, α. αριθμός είναι ο άρρητος αριθμός. α. μεγέθη. Ας… … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
μαγνητόφωνο — Συσκευή, η λειτουργία της οποίας βασίζεται σε μαγνητικά φαινόμενα και η οποία χρησιμοποιείται για την εγγραφή, σε ειδική ταινία, και την αναπαραγωγή ήχων. Ουσιαστικά βασίζεται στη δυνατότητα μαγνήτισης εξ επαγωγής ενός στρώματος οξειδίου του… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
νευρώνας — Τα κύτταρα που συγκροτούν τον νευρικό ιστό. Το κύριο σώμα του ν., που έχει και τον πυρήνα, λέγεται περικάρυο (καρυοπυρήνας). Τα σημεία επαφής των ν. μεταξύ τους ή μεταξύ ν. και άλλων τύπων κυττάρων, λέγονται συνάψεις. Τα σημεία αυτά είναι… … Dictionary of Greek